Παρασκευή 27 Μαΐου 2011

Με το βασικό μισθό ζει ένας στους τέσσερις Έλληνες


Με αμοιβές που δεν ξεπερνούν τον κατώτατο μισθό εργάζεται 1 στους 4 Έλληνες ενώ το 6,2% εργάζεται με αμοιβές χαμηλότερες από τον κατώτατο μισθό, όπως προκύπτει από τα στοιχεία της έρευνας του Κέντρου Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών.

Παράλληλα, με μισθό χαμηλότερο του βασικού αμείβονται αυτοί που εργάζονται ανασφάλιστοι, ενώ...



«ενδημικό» χαρακτήρα έχει πάρει πλέον η διάθεση των πόρων από τα Κοινοτικά Πλαίσια Στήριξης για την ενίσχυση των μακροχρόνια ανέργων.

Σύμφωνα με το ΚΕΠΕ, υπάρχουν τεράστια κενά στην εργατική νομοθεσία, καθώς αυτή παρέχει προστασία στις αμοιβές και την απασχόληση μόνο στους μισθωτούς που εργάζονται, και οχι σε αυτούς που μεταπηγούν από την μια θέση εργασίας στην άλλη, ή στην προώθηση της ζήτησης εργασίας. Οι άνεργοι, ιδιαίτερα οι νεοεισερχόμενοι στην αγορά εργασίας, δεν αποτελούν υποκείμενα του εργατικού δικαίου.

Το θεσμικό πλαίσιο προστατεύοντας μόνο τους ήδη απασχολούμενους στον επίσημο τομέα της οικονομίας και ταυτόχρονα αποθαρρύνοντας τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας σε αυτόν, ωθεί τα άτομα στην αυτοαπασχόληση ή στην παραοικονομία και υποθάλπει την υποαπασχόληση και ανεργία των νεοεισερχομένων στην αγορά εργασίας και όσων έχουν χαμηλά προσόντα.

Οι άνεργοι, οι μετανάστες και οι μερικώς απασχολούμενοι δεν ασκούν επιρροή στις συλλογικές διαπραγματεύσεις και στα αποτελέσματά τους.

Όπως αναφέρει το ΚΕΠΕ, η αυξημένη προσφορά εργατικού δυναμικού τις τελευταίες δεκαετίες δεν συνοδεύτηκε με ανάλογα αυξημένη ζήτηση εργασίας και δημιουργία νέων θέσεων απασχόλησης.

Η υψηλή και επίμονη ανεργία των γυναικών, μέρος της οποίας φαίνεται ότι είναι αναζήτηση ταιριαστής εργασίας, ταυτόχρονα με την αυξανόμενη συμμετοχή τους στο εργατικό δυναμικό αποτελεί σαφή ένδειξη ότι οφείλεται στην ανεπάρκεια της ζήτησης εργασίας των γυναικών. Οι όροι και συνθήκες πρόσληψης των γυναικών δεν φαίνονται ευνοϊκοί για την αύξηση της απασχόλησής τους. Η πολιτική υπέρ της απασχόλησής τους εστιάζεται κυρίως στην τόνωση της προσφοράς εργασίας τους, όπου δεν φαίνεται να υπάρχουν πλέον ισχυροί περιοριστικοί παράγοντες, ενώ μέτρα ενίσχυσης της ζήτησης εργασίας τους είναι περιορισμένα.

Παράλληλα, υπάρχει ένα χρόνιο απόθεμα μακροχρόνιων ανέργων, καθώς και απασχολούμενων με μικρές ροές από το ένα στο άλλο. Οι περιοριστικές ρυθμίσεις στην ευχέρεια εισόδου νέων επιχειρήσεων, οι ακαμψίες στις προσλήψεις και απολύσεις, καθώς και το υψηλό μη μισθολογικό κόστος φαίνεται ότι συνδέονται με τη υψηλή μακροχρόνια ανεργία.

Γενικά, οι αμοιβές (όχι μόνο οι μηνιαίες καθαρές) και οι συνθήκες εργασίας είναι πιο ελκυστικές στις υπηρεσίες, ιδιαίτερα τις δημόσιες, για αυτό και προσελκύουν το εργατικό δυναμικό με τα περισσότερα προσόντα. Αυτό, όμως, ενισχύει τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι υποκείμενοι σε διεθνή ανταγωνισμό κλάδοι, οι οποίοι δεν μπορούν να στρατολογήσουν στελέχη που θα μπορούσαν να συμβάλλουν στη βελτίωση της ανταγωνιστικότητάς τους (εσωτερικής και εξωτερικής), και ταυτόχρονα εκτρέφει τα δημόσια ελλείμματα και χρέος.

Οι ελάχιστες νόμιμες αμοιβές είναι υψηλότερες από τις αμοιβές ισορροπίας στις οποίες αρκετοί άνεργοι θα δέχονταν να εργαστούν. Κάτι τέτοιο συμβαίνει στον ανεπίσημο τομέα της οικονομίας με τις πολλές χιλιάδες (νόμιμους και παράνομους) μετανάστες, αλλά και στις πολύ μικρές οικογενειακές εκμεταλλεύσεις.

Επίσης, ένα σημαντικό ποσοστό εργαζομένων, γύρω στο 25%, αμείβεται με τις ελάχιστες αμοιβές, ενώ περίπου το 6,2% των εργαζομένων με πλήρη απασχόληση αμείβεται χαμηλότερα από τις κατώτατες αμοιβές. Η συγκέντρωση της ανεργίας στους νέους, καθώς και τα σχετικώς χαμηλά ποσοστά συμμετοχής τους στο εργατικό δυναμικό, είναι συμβατά με αυτή την υπόθεση.

Δεν υπάρχουν σχόλια: