Ντάλα καλοκαίρι και τι βολικότερο και οικονομικότερο για τους εναπομείναντες στο κλεινόν άστυ από ένα θερινό σινεμά, από τα ελάχιστα που έχουν απομείνει -κάποτε περί τα χίλια πεντακόσια, τώρα περί τα εκατό.
Η μείωσή τους άρχισε μετά το 1970, οπότε ενέσκηψε η τηλεόραση, που λάβωσε γενικά το θέαμα. Και η χαριστική βολή ήρθε μετά το 1990, οπότε επέδραμε -άνευ όρων- η ιδιωτική τηλεόραση, που έκλεισε τον κόσμο στα σπίτια του. Για να του προσφέρει τι; Είναι και το δέλεαρ του τσάμπα -το είδος του ακριβοπληρωμένου τσάμπα ωστόσο, όχι τόσο στην τσέπη όσο στην υποβάθμιση του γούστου, στην αρτηριοσκλήρωση, στην απουσία διαλόγου, στην αποβλάκωση.
Ωστόσο, υπάρχουν οι επιχειρηματίες και μερικοί δήμοι που επιμένουν και δεν αφήνουν τα θερινά σινεμά να γίνουν πολυκατοικίες, σούπερ μάρκετ και τράπεζες. Και οι κινηματογραφόφιλοι που τα ενισχύουν με την παρουσία τους, καθώς άλλωστε είναι από τα ελάχιστα κατ' εξοχήν ελληνικά θεάματα που έχουν απομείνει. Ακόμη και όταν η ζέστη είναι ανυπόφορη, το θερινό σινεμά είναι προτιμότερο από τη σπιτική κλεισούρα -ακόμη και με κλιματισμό. Οπου εκτός από το προσιτό εισιτήριο, τις επαναλήψεις παλαιότερων και πρόσφατων ταινιών και τις πρώτες προβολές, αρκετοί επιχειρηματίες έχουν ενισχύσει τις καντίνες τους με ποτά και φαγώσιμα (δεν εννοώ τα φρικτά τσιπς), που σερβίρονται σε τραπεζάκια δίπλα στα καθίσματα -γιατί είναι κι αυτοί που όπου και να πάνε θέλουνε να φάνε και να πιούνε.
Τα θερινά ευνοούν και τους τσαμπατζήδες -αυτούς των γύρω πολυκατοικιών, με θέα την οθόνη ή όσους διαθέτουν μάντρες, πρόσφορες στην πιτσιρικαρία- κυρίως παλιότερα, όταν τα χρήματα ήταν ακριβότερα (όπως γίνονται και πάλι...).
Αρκετά έχουν γραφτεί και ειπωθεί για τα θερινά σινεμά -τα περισσότερα σαν ένα είδος μνημόσυνου, ενώ μουσικά έχουν δοξαστεί από το πασίγνωστο τραγούδι (από το 1978) του Λουκιανού Κηλαηδόνη, με τη φωνή της Βίκυς Μοσχολιού και του ίδιου- προφητικό για το μέλλον τους («νύχτες που περνούν/ και δεν θα ξαναρθούν»...)
Πρόσφατα κυκλοφόρησε ένα φωτογραφικό λεύκωμα με τίτλο «Θερινά σινεμά», με τις υπογραφές των Ιωάννη Ασημακόπουλου και Δημήτρη Τσεβά (εκδ. «Τεθλασμένη»). Ενα λεύκωμα με ασπρόμαυρες φωτογραφίες, με τους ανά την Ελλάδα εναπομείναντες θερινούς.
Ιδού η εξήγηση που δίνει για την προτίμηση στο άσπρο - μαύρο προλογίζοντας ο σκηνοθέτης και συγγραφέας Γιάννης Σολδάτος: «Για τους δύο φωτογράφους οι θερινοί κινηματογράφοι δεν είναι πια αυτοί που ήταν ώς τα μέσα της δεκαετίας του 1970, δηλαδή χώροι όπου συνέρρεαν λαϊκά στρώματα και με ελάχιστο αντίτιμο απολάμβαναν θέαμα, έξοδο, αναψυχή, αγιόκλημα, γιασεμί και πολύχρωμα γεράνια. Ολα εδώ περιορίστηκαν στην γκάμα του άσπρου - μαύρου και στην αισθητική της φωτοσκιάς. Προβλήθηκε η αφαίρεση και η σκιά της ερήμωσης, το τοπίο που κουβαλάει ιστορική βουή και μνήμες, ένα τοπίο άγνωστο ακόμα και σε αυτούς που το βίωσαν από τον πόλεμο και μετά».
Και η Πηνελόπη Πετσίνη, έκτ. λέκτορας θεωρίας φωτογραφίας του Πανεπιστημίου Πατρών, που προλογίζει επίσης: «Το ασπρόμαυρο προκαλεί συναισθήματα και γεννά νοήματα με τρόπο σημαντικά διαφορετικό από αυτόν που κάνει το έγχρωμο, όπως δείχνει ξεκάθαρα το έργο πολύ διαφορετικών φωτογράφων όπως η Diana Arbus, ο Robert Frank, ο Josef Koudelka ή ο Sebastiano Salgado».
Ρομαντική - νοσταλγική, στο ίδιο λεύκωμα, η εικόνα που δίνει η Αννα Λυδάκη, αν. καθηγήτρια στο Πάντειο: «Νύχτες καλοκαιριού. Τόπος συνάντησης φίλων το καλοκαίρι, τόπος - καταφύγιο για τους μοναχικούς που απόμειναν στο άδειο άστυ, τόπος εντός της πόλης που σε οδηγεί εκτός αυτής και σε συνεπαίρνει σε μια επινοημένη πραγματικότητα που γοητεύει. Ολο θερινό σινεμά».
Οι δύο φωτογράφοι προτίμησαν να μιλήσουν μόνο με τις φωτογραφίες τους.
Δημήτρης Γκιώνης
Κυριακή 22 Αυγούστου 2010
Θερινά σινεμά σε άσπρο-μαύρο
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου