Αυτό είναι το τελευταίο τραγούδι πού έγραψε ο Πάνος Τζαβέλλας.
Το έγραψε για τον Νικόλα Άσιμο.
Δεν το ξέρει κανείς γιατί δεν το κυκλοφόρησε ποτέ. Θα το έπαιρνε για πάντα μαζί του στην αιώνια σιωπή του τάφου, αν δεν προλάβαινα να το ηχογραφήσω, εκείνη τη νύχτα που είχα πάει να τον δω, λίγο πριν πεθάνει, στο σπίτι του στην Καστέλα.
Αριστερά ο Πανος τζαβελλας στο σπίτι του στην Καστέλα, και δεξιά ο Νικόλας Άσιμος
Σε χάσαν τα Εξάρχεια
Τα στέκια τα γνωστά
Οι στράτες του Διαβόλου
Οι Ανάρχες τα φρικιά
Σαλπάρισες στον Άδη
Τι να’κανες στη γη
Αφού σ είχαν σκοτώσει
Πριν να τους φτύσεις τη ζωή
Αχ βρε Νικόλα, η επανάσταση
Δεν είναι άρπα κόλλα
Ούτε αγανάκτηση, τυφλή οργή
Μόνος οδοιπορούσες
Στις στράτες του ντουνιά
Και ποιος τον πόνο σου να νιώσει
Κι αγάπης λόγια να σου πει
Κρατούσες την ουσία
Οι αστοί την μοναξιά
Εσύ ονειρευόσουν
Αυτοί κάνουν λεφτά
Αχ βρε Νικόλα, με την ανάσταση
Που παίζουν οι θεοί μας
Μένουν αθάνατοι και κυβερνούν
Τον έγραψες τον κόσμο
Πέρασες τη θηλιά
Κι άστραψε η αλήθεια
Πεφτάστρι στη νυχτιά
Δεν είναι πια οι μπόμπες
Μα η σκέψη το σπαθί
Που σφάζει εξουσίες
Μας πάει για την κορφή
Αχ βρε Νικόλα, η επανάσταση
Δεν είναι μια αγχόνη
Μα αιώνια Ανάσταση
Είναι το Παν.
ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΜΟΥΣΙΚΗ ΠΡΟΣΦΟΡΑ, ΤΟΝ ΒΙΟ ΚΑΙ ΤΗΝ ΠΟΛΙΤΕΙΑ ΤΟΥ ΠΑΝΟΥ ΤΖΑΒΕΛΛΑ
Ο Πάνος Τζαβέλλας γίνεται διάσημος στα πρώτα χρόνια που ακολουθούν την πτώση της χούντας, περίοδος που ορίζεται σαν τα χρόνια της επέλασης του πολιτικού τραγουδιού, ή περίοδος του ανταρτορόκ.
Το ανταρτορόκ
Τα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης, είναι περίοδος εκφραστικής παρακμής. Οι καλλιτεχνικές ευαισθησίες όταν δεν είναι στρατευμένες θεωρούνται αντιδραστικές και οι περισσότεροι ρίχνονται με ζήλο στην «υπεύθυνη κομματική» δουλειά. Δημιουργείται ένα θορυβώδες ψευδοεπαναστατικό περιβάλλον.
Η λαμπερή ανιδιοτελής αντιδικτατορική συσπείρωση που υπήρχε στη διάρκεια της δικτατορίας, σπάει σε θαμπά και υστερόβουλα ανταγωνιστικά κομμάτια. Οι νέοι, δεν είναι πια επαναστάτες, είναι σαν επαναστάτες.
Στη φωτογραφία βλέπουμε το κλίμα που επικρατούσε στο ΑΝΤΑΡΤΙΚΟ ΛΗΜΕΡΙ του Πάνου Τζαβέλα: οι νέοι είναι όρθιοι και σηκώνουν ψηλά τις σφιγμένες γροθιές σαν να δίνουν όρκο. Τα πρόσωπα δείχνουν ότι βιώνουν μεγάλη κατάνυξη και τα σκυμμένα κεφάλια παραπέμπουν σε θρησκευτική λειτουργία και σε ομολογία πίστεως μπροστά στον ιερέα. Ο Πάνος Τζαβέλας προεξάρχει όρθιος δεξιά με το λευκό πουκάμισο, ενώ στον τοίχο βρίσκεται αφίσα του Μπελογιάννη. Ανάλογη ατμόσφαιρα υπήρχε στις άλλες μπουάτ της Πλάκας, όμως οι ανταρτοροκάδες ήταν διασπασμένοι, αφού η κάθε οργάνωση της αριστεράς, στρατολογούσε στον δικό της «αντάρτικο» χώρο
Η μεγάλη ευθύνη για αυτή την μεταμόρφωση ανήκει στις ηγεσίες όσων κομμάτων λειτούργησαν με τη λογική του τσομπάνη και είδαν την αντιδικτατορική νεολαία σαν πρόβατα για μάντρωμα. Αναμφίβολα όμως, φταίνε και οι ίδιοι οι φοιτητές που δεν αντιστάθηκαν. Μετά την πτώση της χούντας, θα μπορούσε η Ελλάδα να πάρει μια άλλη όψη, αλλά η αδυσώπητη μάχη για τα ποσοστά της εξουσίας, αλλοίωσε τις εκπληκτικές δυνάμεις που εμφανίστηκαν στην εποχή της δικτατορίας.
Στην περίοδο αυτή, τα τραγούδια που εκφράζουν τη νεολαία είναι οπωσδήποτε τα τραγούδια της φωτιάς (η ομώνυμη ταινία του Κούνδουρου αναφέρεται ακριβώς σε αυτά), αλλά εμφανίζεται και μια σειρά κλώνων που ονομάζονται δημοκρατικά. Το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό είναι η αναβίωση του αντάρτικου τραγουδιού. Τα αντιστασιακά τραγούδια του ΕΑΜ που ακούστηκαν στα βουνά το 1943, είναι στις πρώτες προτιμήσεις της νεολαίας. Τα αντάρτικα βεβαίως και κάποιες φορές συνόδεψαν τον αντιδικτατορικό αγώνα, όμως το φαινόμενο υστερίας που παρατηρείται τώρα, δεν μπορεί να εξηγηθεί παρά μόνο σαν κατευθυνόμενο από τις ηγεσίες των κομμάτων και των οργανώσεων της αριστεράς που ήθελαν να συνδέσουν το Πολυτεχνείο με τη γενιά του ΕΑΜ ώστε να πετύχουν στρατολογήσεις. Στην Πλάκα, λειτουργούν μέχρι και τα χρόνια της ροκ αναζωπύρωσης, μια σειρά μπουάτ με «επαναστατικά» ονόματα (ΜΕΤΕΡΙΖΙ, ΛΗΜΕΡΙ, ΠΡΑΣΙΝΟΣ ΗΛΙΟΣ, ΧΑΡΑΥΓΗ) όπου εμφανίζονται οι ανταρτοροκάδες. Ο σημαντικότερος εκπρόσωπος όλων αυτών που τραγουδούν «αντάρτικα και δημοκρατικά τραγούδια» είναι ο Πάνος Τζαβέλλας, που υπήρξε δραστήριος νεολαίος της γενιάς της Εθνικής Αντίστασης και αγωνιστής του Δημοκρατικού Στρατού, βαριά τραυματισμένος τον Ιούλιο του 1949. Είναι ο άνθρωπος που επινόησε τον παράξενο όρο «ανταρτορόκ», θέλοντας έτσι να δηλώσει ότι στην μεταπολιτευτική περίοδο η ψυχεδέλεια πέθανε και έμενε ένας «επαναστατικός» δρόμος που μετέτρεπε το ροκ με έναν κομμουνιστικό τρόπο. Δεν είχε δίκιο, αλλά δεν είχε και άδικο. Δεν είχε δίκιο, γιατί προφανώς η κουλτούρα της νεολαίας δεν κατευθύνεται ιδεολογικά και όταν κατευθύνεται ισοδυναμεί με το κιτς του σοσιαλιστικού προγραμματισμού. Αλλά δεν είχε και άδικο, γιατί πραγματικά εκείνη την εποχή η νεολαία στρεφόταν εθελοντικά υπό την κηδεμονία της κομμουνιστικής ιδεολογίας.
Το βιβλίο του Πάνου Τζαβέλα «ΑΝΤΑΡΤΟΡΟΚ» στο οποίο και εκθέτει τις βασικές αρχές και τα χαρακτηριστικά του φαινομένου
Το ανταρτορόκ δεν περιλαμβάνει μόνον αντάρτικο τραγούδι. Ο όρος αναφέρεται σε μία παράξενη κουλτούρα που έρχεται να αντικαταστήσει τόσο την προηγούμενη ψυχεδέλεια, όσο και την τέχνη της αντιδικτατορικής νεολαίας. Αυτή η κουλτούρα αποτελείται από ένα σύνολο πολλών και διαφορετικών αντιλήψεων που όλες δήλωναν «αγωνιστικές» και όλες –με ελάχιστες εξαιρέσεις- ήταν κοινότοπες κατηχήσεις περί της «σωστής επανάστασης».
Η νέα αυτή κουλτούρα, έχει μέτρο την κομμουνιστική σκέψη ή τουλάχιστον την «δημοκρατική ταυτότητα», αλλά και αυτό το μέτρο δεν είναι ίδιο για όλους. Τα τραγούδια του Μαρκόπουλου και του Θεοδωράκη θα έπρεπε να είναι υπεράνω κριτικής, αφού συμπορεύτηκαν με την αντιδικτατορική νεολαία, όμως τα κομματικά χαρακώματα καταστρέφουν το ενιαίο. Έτσι, τα τραγούδια του Θεοδωράκη για παράδειγμα, μετά την ενωτική αστραπιαία περίοδο των πρώτων εκλογών του 1974, εντάσσονται στο ανταρτορόκ του ΚΚΕ εσωτερικού. Το κομματικό κριτήριο εφαρμόζεται ακόμη και στα ίδια τα αντάρτικα που χωρίζονται σε κατηγορίες και κάποτε δεν λείπουν και μικρές διαδηλώσεις σκληροπυρηνικών μέσα στις μπουάτ, όταν κατά την γνώμη τους δεν αποδίδονται σωστά τα τραγούδια. Το γενικό χαρακτηριστικό είναι η πολιτικοποίηση των πάντων και αυτή την περίοδο ακόμη και ο Σαββόπουλος βγάζει πολιτικό δίσκο (Happy Day). Τα κλαμπ που στέγασαν την ψυχεδελική νεολαία μετατρέπονται σε χώρους «δημοκρατικού» τραγουδιού και το κυριότερο όλων, το ΚΥΤΤΑΡΟ, το άντρο της ψυχεδελικής νεολαίας, παραχωρείται στον Γιάννη Μαρκόπουλο. Μία νέα μορφή, το «Πολιτικό Καφενείο», εμφανίζεται,
ένας χώρος όπου παρουσιάζεται τραγούδι με πολιτικό σόου, συνήθως χονδροειδείς θεατρικές παραστάσεις που αναπαριστούν τα γεγονότα στο Πολυτεχνείο ή τις επιθέσεις της αστυνομίας στο φοιτητικό κίνημα. Μερικές παραστάσεις, παρουσιάζουν- εκτός από «αγωνιστικό»- και καλλιτεχνικό ενδιαφέρον, όπως αυτές που γίνονται στο ΣΟΥΣΟΥΡΟ, με τον Γιάννη Ζουγανέλη, τον Θάνο Αδριανό, τον Περικλή Χαρβά και τον Νικόλα Άσιμο. Η κουλτούρα του ανταρτορόκ εξαπλώνεται σαν ένα ορμητικό κύμα Δωριέων και σαρώνει τα πάντα. Όλα σχεδόν τα συγκροτήματα της ψυχεδελικής νεολαίας διαλύονται, άλλοι πιάνουν δουλειά στα μπουζούκια και άλλοι προσαρμόζονται στα νέα δεδομένα. Ο θάνατος της ψυχεδελικής σκηνής είναι τόσο γρήγορος, ώστε περιγράφεται από τον Παύλο Σιδηρόπουλο «σαν ένα ποτήρι που το αφήνεις και σπάει».
Ο ίδιος ο Πάνος Τζαβέλλας, στο βιβλίο του ΑΝΤΑΡΤΟΡΟΚ, περιγράφει ως εξής το κλίμα που επικρατεί, μετά την πτώση της χούντας:
«Με την πτώση της χούντας έγινε το σώσε. Ξαφνικά βρεθήκαμε στην κορυφή του κύματος. Ζήσαμε στιγμές ανεπανάληπτες. Ο λαός μας αντάμειψε με την παρουσία του. Μπαρουτοκαπνισμένοι αντάρτες και καπεταναίοι, αγωνιστές που άσπρισαν στην πάλη για κοινωνική πρόοδο και δικαιοσύνη, με τα παιδιά τους και τα εγγόνια τους, γέμιζαν τις μπουάτ κι όχι πια με σκυμμένο κεφάλι μα περήφανοι για τα κατορθώματά τους και τους αγώνες τους κι από γύρω οι νεολαίοι κι όλοι μαζί να τραγουδάμε, να χορεύουμε, να κλαίμε και να γελάμε, να χαιρόμαστε…»
(Από το βιβλίο ΑΝΤΑΡΤΟΡΟΚ του Πάνου Τζαβέλα, εκδ.1992)
Το ανταρτορόκ με την ιδεολογία της στρατευμένης τέχνης, αντικατέστησε την ψυχεδελική διάθεση της νεολαίας. Στα τραγούδια του Τζαβέλα, οι ψυχεδελικοί περιγράφονται σαν χαμένα στις ψευδαισθήσεις φρικιά. Στο τραγούδι «Καβαλάρηδες της Ουτοπίας», ο Τζαβέλας γράφει…
«Τη λούφαρες για τα καλά/ σε στέκια ψυχεδελικά/ στο χείλος ταλαντεύεσαι/ και τώρα πια δεν ονειρεύεσαι/ κι όλα θολά/ χρωματιστά/ ω θλίψη απέραντη/ άγχος κι απόγνωση/ όπως σας είδα μεσ’ τις ντίσκο και τα μπαρ/ καθώς εσπάραζε/ τραυλό κοράκι/ η ροκ βραχνά/ στην ερημιά/ την ώρα που έκρωζε/ τραυλό κοράκι/ η ροκ βραχνά/ σπαρακτικά»
Ο Τζαβέλας είναι ο πρώτος μιας ομάδας καλλιτεχνών που ψαλλιδίζουν το όνειρο της Ουτοπίας. Επηρεάζει βαθύτατα τον Νικόλα Άσιμο στην μορφή και στην σκέψη, ο οποίος λίγο αργότερα μετασχηματίζει το ανταρτορόκ στα δικά του μέτρα.
Ο Πάνος Τζαβέλας με τον Ηλία Λογοθέτη τραγουδούν στο ΑΝΤΑΡΤΙΚΟ ΛΗΜΕΡΙ. Πίσω τεχνικός της Σουηδικής Τηλεόρασης
Αν για τους ψυχεδελικούς η τέχνη είναι δήλωση ψυχής, για τον Τζαβέλα και για τον Άσιμο, η τέχνη είναι ενταγμένη σε κάποιο αγώνα. Μόνο που ο αγώνας έχει διαφορετική έννοια για τον καθένα από τους δύο.
Για τον Τζαβέλα, η ροκ ζωή είναι ψεύτικη «σε σελοφάν», και το φρικιό πρέπει να δει αυτή την ψευτιά και να μπει στο ΚΚΕ-εσωτερικού…
«σκέψου που πας
έλα σε μας»
Για τον Άσιμο, το φρικιό είναι επίσης χαμένο στα μπαρ, στην μόδα και στα μπλου τζιν και θα πρέπει να προσπαθήσει την σωτηρία του εντασσόμενο στον αναρχισμό και αργότερα στο ΚΡΟΚ. Συνεπώς και ο Άσιμος δεν εκφράζει παρά μία ιδιαίτερη μορφή στρατευμένης τέχνης. Το ΚΡΟΚ δεν έχει αισθητική έξω από την αισθητική των τραγουδιών του Άσιμου. Ο ίδιος δεν παίζει ποτέ άλλα τραγούδια και οι οπαδοί του δεν ακούνε τίποτε άλλο έξω από τα τραγούδια του αρχηγού τους.
Τα Αντάρτικα του Πάνου Τζαβέλλα, βγαίνουν επίσημα από την εταιρεία MINOS και σφραγίζουν την κουλτούρα της νεολαίας μεταξύ 1974 και 1976.
Ο Τζαβέλας όμως, αν και αποτελεί το πρωτότυπο δεν μπορεί να ταυτιστεί με την γκουρουδίστικη εκδοχή του μεταγενέστερου ΚΡΟΚ. Υπήρξε ένας αυθεντικός επαναστάτης και συνεπής στην κομμουνιστική του ιδεολογία που δεν θέλησε όμως ποτέ να γίνει ο ίδιος θεός. Ο Άσιμος αντίθετα εξαπολύει κριτική και αμφισβήτηση για να δημιουργήσει τον ΣΑΛΟΚΙΝ ΣΟΜΙΣΑ, τον «άγγελο του κόσμου», μία σκοτεινή μορφή που υπόσχεται σωτήρια δραπέτευση σε κάποια άλλη διάσταση. Πολλοί έχουν κατά καιρούς κατηγορήσει την περίοδο των πρώτων χρόνων της μεταπολίτευσης σαν περίοδο άγονη και βάρβαρης αισθητικής. Δεν έχουν άδικο, αλλά θα πρέπει να δούμε ότι αυτή η «βαρβαρότητα» που δημιουργήθηκε πάνω σε μία κρίσιμη κοινωνική καμπή, έφερε τα σπέρματα νέων μορφών που φάνηκαν στην ροκ αναζωπύρωση και αποτέλεσαν δημιουργικά στοιχεία. Στον Πάνο Τζαβέλlα χρωστάμε να του σφίξουμε το χέρι γιατί μας έριξε ένα χρειαζούμενο σκαμπίλι και άσκησε καλοπροαίρετη κριτική. Του χρωστάμε ακόμα την μεγάλη γνωριμία που μας έκανε με τον Φώτη Αγγουλέ, τον παραπεταμένο αυτόν επαναστάτη που πέθανε μόνος με ένα εικοσάρικο στην τσέπη. Ο Αγγουλές δεν θα μπορούσε ποτέ να δικαιωθεί από τον Πουλικάκο. Χρειαζόταν οπωσδήποτε ένας Τζαβέλlας. Το ανταρτορόκ έγινε φαινόμενο αξιοπερίεργο και δημοσιογράφοι ήρθαν στην Ελλάδα για να το καταγράψουν. Στην φωτογραφία, βλέπουμε τον τεχνικό του συνεργείου σουηδικής τηλεόρασης που ενδιαφέρθηκε να παρουσιάσει τα απίστευτα τεκταινόμενα στο ΑΝΤΑΡΤΙΚΟ ΛΗΜΕΡΙ του Τζαβέλλα. Βλέπουμε ακόμα τον Ηλία Λογοθέτη, εκ των πλέον δραστήριων ανταρτοροκάδων που δενόταν με κόκκινα μαντήλια και τραγουδούσε με πάθος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου