Ηταν πράγματι η παιδική εργασία το βασικό συστατικό που επέτρεψε στη Βιομηχανική Επανάσταση να πετύχει; Καθηγήτρια του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης έριξε περισσότερο φως σε μια πραγματικότητα που στο παρελθόν άλλοτε υποτιμήθηκε κι άλλοτε πάλι παρουσιάστηκε στην υπερβολή της, και εκτιμώντας ότι, στις αρχές του 19ου αιώνα, στη Βρετανία εργάζονταν περισσότερα από μισό εκατομμύρια παιδιά (ανάμεσά τους 350.000 ηλικίας μόλις 7 με 10 ετών) δηλαδή συνιστούσαν το 15% του συνολικού εργατικού δυναμικού, έρχεται να ταρακουνήσει τα νερά και να προσφέρει μια άλλη οπτική κατανόησης μιας βασικής περιόδου της βρετανικής ιστορίας, όταν οικοδομήθηκε η οικονομική ισχύς της χώρας και της αυτοκρατορίας ολόκληρης.
Οι εργοστασιάρχες της εποχής αναζητούσαν φθηνά εργατικά χέρια αλλά και δυναμικό που να εκπαιδεύεται εύκολα, οπότε αντί να χρησιμοποιούν τους αγρότες (μια και τα εργοστάσια βρίσκονταν κατά βάση στην ύπαιθρο, για την καλύτερη εκμετάλλευση της ενέργειας από τα ποτάμια) που δεν ήταν οι πλέον κατάλληλοι για τη βιομηχανική παραγωγή, δημιούργησαν μια νέα εργατική τάξη εκμεταλλευόμενοι τα παιδιά. Οπως επισημαίνει η καθηγήτρια Τζέιν Χάμφρις, με βάση τα στοιχεία των στατιστικών μελετών της, ενώ στο μεγαλύτερο μέρος του 18ου αιώνα το 35% των δεκάχρονων αγοριών τής εργατικής τάξης είχαν μπει στην παραγωγή, μεταξύ 1791-1820 (οπότε άρχισε η μεγάλης κλίμακας εκβιομηχάνιση) το ποσοστό ήταν 55% και ανέβηκε στο 60% μεταξύ 1821-1850.
Κι ενώ η συμμετοχή των παιδιών στο εργατικό δυναμικό κατά τη Βιομηχανική Επανάσταση ήταν εν πολλοίς η επέκταση μιας παλιάς πρακτικής που ίσχυε για παιδιά που απασχολούνταν σε αγροτικές εργασίες ή πλάι στους τεχνίτες, η μελέτη της καθηγήτριας Χάμφρις δείχνει ότι ο μέσος όρος ηλικίας κατά την οποία τα παιδιά της εργατικής τάξης έμπαιναν στο στίβο της απασχόλησης έπεσε από τα 11,5 χρόνια (πριν από το 1791) στα 10, κατά την περίοδο 1791-1850.
Οπως επισημαίνει δημοσίευμα της βρετανικής εφημερίδας «Independent», η νέα αυτή έρευνα δείχνει την έκταση στην οποία η Βιομηχανική Επανάσταση στη Βρετανία εξαρτούνταν, αρχικά, από αυτό που η ερευνήτρια αποκαλεί παιδική δουλεία. Τα παιδιά-εργάτες δεν αμείβονταν, απλώς τους παρείχετο φαγητό και στέγη.
Η εκβιομηχάνιση έφερε έτσι κι αλλιώς σαρωτικές κοινωνικές ανακατατάξεις. Στις πρώτες περιόδους, οι οικογένειες συνεχίζουν να προσλαμβάνονται ως ενιαίες μονάδες από τους βιομηχάνους, δημιουργώντας το επαχθές φαινόμενο της παιδικής βιομηχανικής εργασίας, που σύντομα δημιουργεί προβλήματα ως αντιπαραγωγική, μη δημοφιλής και σκληρή για τα παιδιά. Οπως αναλύουν κοινωνιολόγοι, χωρίς να πέφτουμε σε απλουστευτικές αναγωγές και εύκολες σχέσεις αίτιου-αιτιατού, μπορούμε να πούμε πως η βιομηχανική παραγωγή και το πέρασμα από την ευρεία στην πυρηνική οικογένεια ευνόησε την ανάδυση μιας ξεχωριστής παιδικότητας.
Οι μετακινήσεις προς τις πόλεις, που συνόδευσαν τη Βιομηχανική Επανάσταση, άσκησαν μεγάλες πιέσεις στην ευρεία οικογένεια. Η ζωή των νέων ανθρώπων άλλαξε ραγδαία, καθώς λόγω συνθηκών παντρεύονταν σε πολύ μικρότερη ηλικία. Το άμεσο αποτέλεσμα ήταν πολύ μεγαλύτερες οικογένειες και κατ' επέκταση αύξηση του πληθυσμού, με ταυτόχρονη μείωση του αριθμού των γυναικών που μετείχαν πλέον στη βιομηχανική παραγωγή. Κι ενώ στις αγροτικές κοινωνίες οι γυναίκες είχαν ενσωματωθεί στο εργατικό δυναμικό, η εκβιομηχάνιση και η αύξηση του μεγέθους της οικογένειας έφερε τις γυναίκες ξανά στο σπίτι, την ώρα που οι σύζυγοι και οι γιοι τους δούλευαν στα ορυχεία, στους σιδηροδρόμους, στα λιμάνια και στα εργοστάσια.
Στις αρχές του 19ου αιώνα, περίπου το 18% των οικογενειών εγκαταλείπονταν από τους άνδρες. Ταυτόχρονα, πολλοί ήταν εκείνοι που έχαναν τη ζωή τους σε εργατικά ατυχήματα, από επιδημίες ή στους πολέμους κι έτσι, σύμφωνα με τη νέα έρευνα, περίπου το ένα τρίτο των παιδιών της εργατικής τάξης μεγάλωναν σε μονογονεϊκές οικογένειες.
Το φαινόμενο της παιδικής εργασίας κατέστη μείζον ζήτημα, το οποίο απασχόλησε έντονα τη διεθνή κοινότητα από το τέλος του Α' Παγκοσμίου Πολέμου. Στην πρώτη σύγκληση της Διεθνούς Διάσκεψης Εργασίας, το 1919, με τις συμβάσεις 5 και 6 αντίστοιχα ορίζονται η ελάχιστη αποδεκτή ηλικία των εργαζομένων στη βιομηχανία και ζητήματα που αφορούν τη νυχτερινή εργασία των νέων στη βιομηχανία. Στη συνέχεια, το 1920 (Σύμβαση 7) ορίζεται η ελάχιστη ηλικία εργαζομένων στη ναυτιλία, το 1921 (Σύμβαση 10) στην αγροτική οικονομία, το 1932 (Σύμβαση 33) για επαγγέλματα εκτός βιομηχανίας. Το 1973 με τη Σύμβαση 138 ορίζεται ότι η ηλικία του εργαζομένου δεν πρέπει να είναι μικρότερη από την ηλικία που απαιτείται για την ολοκλήρωση της υποχρεωτικής εκπαίδευσης (και όχι κάτω των 15 ετών).
Η σύνδεση μεταξύ των δικαιωμάτων του παιδιού και της επιβίωσης και ανάπτυξής του επιτεύχθηκε με τη Σύμβαση των δικαιωμάτων του παιδιού το 1989, που επικυρώθηκε από 187 κράτη. Τα -συμβαλλόμενα στη Σύμβαση- κράτη έχοντας υπόψη τους τη Διακήρυξη της Γενεύης του 1924 για τα δικαιώματα του παιδιού αναγνωρίζουν ως παιδί (άρθρο 1) «κάθε ανθρώπινο ον μικρότερο των δεκαοκτώ ετών, εκτός εάν η ενηλικίωση επέρχεται νωρίτερα, σύμφωνα με την ισχύουσα για το παιδί νομοθεσία». Στο άρθρο 32 της ίδιας Σύμβασης αναγνωρίζεται το δικαίωμα του παιδιού να προστατεύεται από την οικονομική εκμετάλλευση και από την εκτέλεση οποιασδήποτε εργασίας που ενέχει κινδύνους ή που μπορεί να βλάψει την υγεία του ή τη σωματική, πνευματική, ψυχική, ηθική ή κοινωνική του ανάπτυξη.
Η Σύμβαση καλεί τα κράτη-μέλη:
α. να ορίζουν κατώτατο όριο ή κατώτατα όρια ηλικίας για την είσοδο στην επαγγελματική απασχόληση,
β. να προβλέπουν κατάλληλη ρύθμιση των ωραρίων και των συνθηκών εργασίας,
γ. να προβλέπουν κατάλληλες ποινές και άλλες κυρώσεις για να εξασφαλίσουν την αποτελεσματική εφαρμογή των προβλεπομένων.
Βεβαίως, όσα στην πράξη ισχύουν απέχουν πολλές φορές από όσα προβλέπονται ενώ καταρρίπτεται και ο μύθος ότι τα προβλήματα περιορίζονται μόνο στις αναπτυσσόμενες ή τις μη αναπτυγμένες χώρες. Η εκμετάλλευση των παιδιών, όποιο σχήμα κι αν παίρνει, είναι πάντοτε το ίδιο φρικτή και απάνθρωπη.
Κατερίνα Τζαβάρα
Δευτέρα 9 Αυγούστου 2010
Η παιδική δουλεία στη βάση της Βιομηχανικής Επανάστασης
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου