Ναι.
Ας αρχίσω με μια κατάφαση αυτό το κείμενο, Σωκράτη.
Ναι. Είσαι νεκρός 40 ημέρες.
Εσύ.
Πικρόγλυκο αίσθημα για τους δολοφόνους σου σίγουρα.
Εγώ ευτυχώς δεν πολυτρομάζω, Σωκράτη.
Να ‘ναι καλά η Σεμίνα, η φίλη σου. Μου έχει μάθει αυτό που δεν έμαθα ποτέ στα Πανεπιστήμια, πως η ζωή όπως και η Ιστορία είναι μόνο διαπραγματεύσιμη.
Έτσι ένα βράδυ πριν από μερικές εβδομάδες ξαναθυμήθηκα.
Την εικόνα σου. Είχαμε ανταλλάξει ένα δυο «γεια χαρά» στις σκάλες του κτιρίου Σίνα και Ακαδημίας γωνία. Εγώ στο πρωινό τμήμα – εσύ στο απογευματινό. (Δεν γνώριζα ότι εσύ δούλευες το πρωί με τη μάνα σου στις λαϊκές.)Τα παράτησα, αν και πρώτος στο τμήμα, μετά το πρώτο εξάμηνο αποστέλλοντας και μια επιστολή στον αγράμματο τότε διευθυντή, μαζί με ένα εξώδικο. Τότε μου τηλεφώνησε ο Ανδρέας Λεντάκης να μου εκφράσει τη λύπη του που απεχώρησα από το τμήμα. Αμέσως μετά όμως, μόλις του ανακοίνωσα ότι είχα πάρει απόφαση να ξαναπροσπαθήσω για δεύτερη φορά στο μάθημα της έκθεσης για το τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών συγκινήθηκε. Μπήκα πρώτος. Γιατί για πρώτη φορά παπαγάλισα στη ζωή μου τον απελπιστικά κατασκευασμένο λόγο των εκθεσιολόγων. Ό,τι μισούσα περισσότερο στη ζωή μου. Αλλά χίλιες φορές ο εκθεσιολόγος, παρά το τσιγάρο των συμμαθητών μου του πρωινού τμήματος, με τους λαοπρόβλητους καθηγητές μου (κάποιοι από αυτούς είναι νυν ή πρωην βουλευτές πια...φαντάσου) στο πεζοδρόμιο της οδού Ακαδημίας. Εξάλλου, ούτε εκπομπή φορώντας γραβάτα κι από κάτω τακούνια (όπως μερικοί) θα ήθελα ποτέ να έχω στην τηλεόραση, ούτε απουσιολόγος να είμαι δίπλα σε Υπουργούς Δικαιοσύνης, ούτε καν ανωνυμογράφος επώνυμος σε εφημερίδες της χλωρίνης.
Έτσι ένα βράδυ πριν από μερικές εβδομάδες έμαθα.
Πως ο Λεντάκης, συνάντησε στο πρόσωπό σου, έναν εκλεκτό άνθρωπο, έναν ΕΝΤΙΜΟ άνθρωπο.
Έτσι ένα βράδυ πριν από μερικές εβδομάδες έμαθα.
Πόσο χρονών, όταν επιστρέψατε από τη Γερμανία, πρωτοκοιμηθήκατε σε κρεβάτι με στρώμα. Η μητέρα σου, εσύ και τα αδέρφια σου. Ποιός σας το αγόρασε. Το 1980 που σας βάφτισε ομαδικώς όλα τ αδέρφια. Τον τρόπο που βρίσκατε φαγητό εσύ κι ο αδερφός σου λίγο πριν δύσει ο ήλιος, για να μην σας δει ο κόσμος και σας λυπηθεί ως «φτωχούς». Για την «Αυριανή». Το 1994 που εσύ πρωτοαγόρασες για τη μάνα σου πλυντήριο με τον πρώτο σου μισθό. Το πρώτο πλυντήριο της οικογένειας στην Ελλάδα. 15 χρόνια στην Αθήνα κι η μάνα σου να πλένει τα ρούχα στο χέρι. Το πρωί τα χέρια της να κολλούν πάνω σε ξύλο εικόνες του Χριστού κι ημερολόγια με μαντινάδες, το βράδυ να πλέκει σκόρδα, τα χαράματα να πλένει τα ρούχα. Για τα λεφτά που της άφηνες κάτω από το μαξιλάρι κάθε πρώτη του μηνός όταν έπαιρνες το μεροκάματο της πλάκας του αθλητικογράφου. Τον μισθό των 170.000 δραχμών που συνέχιζες να παίρνεις για παραπάνω από 10 χρόνια προσπαθώντας να κρατήσεις ισορροπίες στα παιχνίδια θανάτου που έπαιζαν μερικοί. Το δάνειο για το σπίτι, που ενδεχομένως αύριο να ανήκει πάλι πίσω στην άπληστη τράπεζα που με αγοραίο ήθος στο «χάρισε» όπως σε τόσα εκατομμύρια Ελλήνων. Για τον Χριστό, το Θεό, το Άγιο Όρος...
Εμείς, ένα γεια χαρά είχαμε ανταλλάξει στις σκάλες το 1992. Σίνα και Ακαδημίας γωνία. Εγώ μετά πήγαινα σπίτι. Είχα κουζίνα. Πλυντήριο. Κρεβάτι. Τηλεόραση. Πολλά βιβλία...
(ίσως μετά από λίγο καιρό να σου πω ένα μυστικό πανάρχαιο κρητικό για καινούργια ανάρτηση στο troktiko.)
Μάνος Λαμπράκης
mediasoup
Σάββατο 28 Αυγούστου 2010
1992: Σίνα και Ακαδημίας γωνία - Με τον Σωκράτη
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου