Κοιτάζω, μέσα από γυαλιά ηλίου, τα λιπαρά πλήθη των παραθεριστών, των «λουομένων»: είμαστε θορυβώδης λαός, σωματικά και συμπεριφορικά απελεύθερος, χωρίς εμφανή συμπλέγματα, χωρίς αυστηρούς κώδικες. Η καλαισθησία μάς λείπει, η ευαισθησία το ίδιο: οι τραγωδίες διαδέχονται η μία την άλλη, τις ξεχνάμε όλες, η μνήμη μας είναι επιλεκτική μ’ ένα διεστραμμένο τρόπο: για παράδειγμα, ο θάνατος των υπαλλήλων στη Μarfin πέρασε στη λήθη, η δολοφονία του δημοσιογράφου Σωκράτη Γκιόλια (τι βαρβαρότητες είναι αυτές;) δεν φάνηκε να αφορά κανέναν.
Οι διακοπές, τα μπάνια uber alles: στο γενικό κέφι συντελεί η κατανάλωση οινοπνευματωδών από το πρωί. Παρότι το καλοκαιρινό τοπίο, τόσο στην πόλη όσο και έξω απ’ αυτή, προδίδει όλα μας τα μειονεκτήματα -τάση προς το απόλυτο far niente (για παράδειγμα, ελάχιστοι «παραθεριστές» διαβάζουν βιβλία: οι περισσότεροι ξεφυλλίζουν κουτσομπολίστικα περιοδικά), υπερκατανάλωση φαγητού και ποτού, παχυσαρκία, γλωσσικό ιδίωμα που θυμίζει τηλεοπτικά σίριαλ, γενικευμένη αναλγησία-, δείχνει επίσης ότι θα μπορούσαμε, με αρκετή προσπάθεια είναι η αλήθεια, να γίνουμε «η Δανία του Νότου», όπως συνηθίζει να λέει ο πρωθυπουργός, με όλα τα ευχάριστα και συμπαθητικά στοιχεία που έχει ο Νότος.
Η εικόνα των Ελλήνων στις διακοπές μού θυμίζει ότι «δεν ανήκομεν εις την Δύσιν», όμως ούτε στην Ανατολή «ανήκομεν», διαφέρουμε ακόμη και από τους Βαλκάνιους, οι οποίοι, με τη σειρά τους, δεν αποτελούν ομοιογενές σύστημα. Οποιος πιστεύει, για παράδειγμα, ότι είμαστε una faccia, una razza είτε με τους Ιταλούς, είτε με τους Αλβανούς, νομίζω πως κάνει λάθος: η ελληνική γλώσσα, αυτό το ολοκληρωτικά τεχνητό πλην όμως συναρπαστικό φαινόμενο που αναδύθηκε μετά την τουρκοκρατία, καθορίζει την ταυτότητά μας. Μια ταυτότητα εύθραυστη και αντιφατική: έτσι, ενώ στο beach bar ακούγεται όλη την ημέρα ροκ μουσική -σε εκκωφαντική ένταση όπως συνηθίζεται στην Ελλάδα- ζω με τον φόβο ότι ο DJ θα το γυρίσει στα σκυλάδικα. Κανείς δεν εγγυάται μια συγκεκριμένη αισθητική επιλογή: υπάρχει χώρος για όλα, αυτό είναι το προσόν και το πρόβλημά μας.
Οταν υπάρχει χώρος για όλα, δεν υπάρχει για τίποτα. Παρατηρώ τους ανθρώπους στην επαρχία, καθώς και στις αθηναϊκές φτωχοσυνοικίες που είναι και οι περισσότερες: δεν τίθεται θέμα «διακοπών», τίθεται ίσως θέμα παραθερισμού στο χωριό, δεν είναι το ίδιο με τις «διακοπές». Στο χωριό οι γυναίκες υπηρετούν μείζονες οικογένειες, σόγια,·στα σαράντα είναι κιόλας γιαγιάδες. Πάντα πίστευα ότι οι δικές μας γιαγιάδες, δηλαδή οι γυναίκες που γεννήθηκαν στην αρχή του 20ού αιώνα θα ήταν οι τελευταίες αναλφάβητες και τσεμπεροφόρες γριές της ελληνικής επικράτειας: πόσο λάθος έκανα! Τα χωριά είναι γεμάτα γυναίκες χωρίς φύλο, μάνες, γιαγιάδες, θείες και αδελφές που δεν έχουν δικές τους ζωές, αλλά που συμπληρώνουν και στηρίζουν τη ζωή των ανδρών. Το σύστημα διαιωνίζεται κι ενώ διατρέχουμε περίοδο κραυγαλέας γυναικείας σεξουαλικότητας, μεγάλο μέρος του ελληνικού πληθυσμού ζει με την πολιτιστική κληρονομιά του οθωμανικού κράτους. Δεν είναι άραγε το τσεμπέρι μια μορφή μαντίλας; Ανάμεσα στα προσβλητικά χρώματα του καλοκαιριού -τα φανταχτερά φλούο των μαγιό και των παρεό- εμφανίζεται το μαύρο της χήρας, η κουζινοποδιά της αιώνιας νοικοκυράς, τα σύμβολα μιας αρχαϊκής νοοτροπίας.
Και παρ’ όλ’ αυτά, θα μπορούσαμε να γίνουμε ένας μικρός παράδεισος. Αν εργαζόμασταν σωστά, με συνέπεια, με δικαιοσύνη. Αν αποκτούσαμε κοινωνική ευαισθησία σχετική με τα ατομικά δικαιώματα και τις υποχρεώσεις. Αν βάζαμε το μυαλό μας να δουλέψει ώστε να παράγουμε καινούργια προϊόντα και υπηρεσίες. Αν σεβόμασταν τους νόμους: για παράδειγμα, στους τόπους διακοπών η παιδική εργασία αποτελεί κάτι φυσικό, όπως σ’ ολόκληρο τον Τρίτο Κόσμο και όπως στην Αγγλία την εποχή της βιομηχανικής επανάστασης (τον 18ο και τον 19ο αιώνα). Θα μπορούσαμε να γίνουμε ένας μικρός παράδεισος αν ήμασταν καλύτεροι διαχειριστές της μικρο- και μακρο-οικονομίας: πράγματι, οι Γάλλοι, για παράδειγμα, είναι τσιγκούνηδες, εμείς όμως είμαστε σπάταλοι κι ελαφρόμυαλοι. Ετσι, δεχόμαστε τιμές τουριστικών υπηρεσιών που δεν αντιστοιχούν στα εισοδήματά μας. Κοιτώντας γύρω μου, μέσα από τα μαύρα γυαλιά, αναρωτιέμαι πόσοι άνθρωποι υπερχρεώνονται κάνοντας, έστω ολιγοήμερες, διακοπές: για πόσους μήνες θα πληρώνουν πιστωτικές κάρτες.
Ετσι κι αλλιώς, οι πόλεις -η Αθήνα κυρίως- δεν αδειάζουν τους καλοκαιρινούς μήνες όπως παλαιότερα: οι μεγαλουπόλεις δεν «αδειάζουν», λειτουργούν όλο το χρόνο και, όταν πρόκειται για μητροπόλεις, λειτουργούν όλο το 24ωρο. Η Αθήνα, όπως οι Ελληνες, είναι ένα υβρίδιο: κατοικείται, «γεμίζει» από φτωχούς, από χωρικούς που επιστρέφουν μόνο για λίγες μέρες στα χωριά τους, από μετανάστες που ίσως επισκεφτούν (ταξιδεύοντας με λεωφορεία) τις πατρίδες τους, καθώς κι από μια πολυμελή υπο-τάξη, άεργη και απάτριδα, που μπαίνει στον πειρασμό της παραβατικότητας.
Το καλοκαίρι, στην Αθήνα, εμφανίζονται με θεαματικό τρόπο τόσο τα θετικά, όσο και τα αρνητικά της πόλης και κατ’ επέκταση του πολιτισμού μας: για παράδειγμα, η επαιτεία, σε καφέ κεντρικής πλατείας όπου έμεινα για μιάμιση ώρα πέρασαν τρεις μικροπωλητές αχρήστων αντικειμένων (πλαστικά ντοματάκια που κολλάνε σε επιφάνειες, υπερμεγέθη μπρελόκ…), δύο παιδάκια με λουλούδια, ένας τοξικομανής με χαρτί από γιατρό, δυο ακορντεονίστες, τρεις πωλητές πειρατικών DVD. Παραλλήλως, στο δρόμο και στο διπλανό παρκάκι κυκλοφορούσαν άνθρωποι που δεν εντάσσονται στην κουλτούρα των καλοκαιρινών διακοπών, που είναι αποκλεισμένοι απ’ αυτές όπως είναι αποκλεισμένοι από την εργασία, από την κοινωνική πρόνοια και τον πολιτισμό (το καλοκαίρι, στις αθηναϊκές πολιτιστικές εκδηλώσεις παρευρίσκεται η κοινωνική ελίτ και ουδείς άλλος·-οι εξαιρέσεις είναι λιγοστές).
Ολα αυτά τα προβλήματα είναι επιλύσιμα. Η Ελλάδα είναι μια μικρή χώρα με ενδιαφέρουσες πλουτοπαραγωγικές και πολιτιστικές δυνάμεις, αν, για παράδειγμα, μπει στην παραγωγή το τεράστιο πλήθος που βρίσκεται εκτός του συστήματος είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα αποκτήσουμε αυτάρκεια προϊόντων, αν, πάλι για παράδειγμα, όλες αυτές οι γιαγιάδες των χωριών έπαυαν να σιδερώνουν για ανεπρόκοπους Νεοέλληνες και μάθαιναν πώς να παρασκευάζουν τοπικά προϊόντα, η εικόνα της ελληνικής επαρχίας καθώς και η εικόνα των ίδιων των γυναικών θα ήταν ελκυστικότερη.
Χρειαζόμαστε μεταρρύθμιση των κοινωνικών δομών: ακούγεται ασύλληπτο, ασαφές και ανησυχητικό για μερικούς, όμως, δεν υπάρχει άλλος δρόμος. Αν θέλουμε να αποφύγουμε την ολίσθηση σε μια νοτιοβαλκανική μπανανία, πρέπει να αξιοποιήσουμε όσα έχουμε -το «καλό» κλίμα, ορισμένες συλλογικές αρετές (το φιλότιμο, τη ρευστότητα της κοινωνικής συμπεριφοράς, τη φιλοξενία)- και να ανατρέψουμε όσα μάς κάνουν την αργόσυρτη, απερίσκεπτη, αυτοκαταστροφική χώρα που είμαστε.
Σώτη Τριανταφύλλου
Σάββατο 31 Ιουλίου 2010
Ο μικρός παράδεισος (που θα μπορούσαμε να γίνουμε)
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου