Κλείνεις την τηλεόραση και μένει για λίγο μια λάμψη, μια μικρή γραμμή, μια τελεία, μέχρι να γίνει απόλυτο σκοτάδι. Έτσι κάπως τελειώνουν όλα ή μια μέρα. Μερικές μέρες δεν τελειώνουν το βράδυ, αλλά το επόμενο πρωί. Καφές και τσιγάρα τη νύχτα στο μπαλκόνι. Μέσα στο σκοτάδι ξέρεις πού βρίσκεται κάθε τι, δεν χρειάζεται φως. Υπάρχει υπερβολικό φως στη ζωή μας. Κίτρινες λάμψεις, ο ήχος των κλιματιστικών, ο ήχος της ανάσας. Σκοτάδι, κοφτές αναπνοές, τσιγάρο. Ζούμε την εποχή, τη δεκαετία, ίσως τον αιώνα της αϋπνίας.
Οδηγείτε αυτοκίνητο ή μηχανή; Δεν θα ’χετε πρόβλημα τότε, ένας μικρός νάρθηκας μόνο, δεν θα σας εμποδίζει καθόλου. Το τιμόνι δεν ήταν ποτέ πρόβλημα, το πόδι που τρέμει στο γκάζι δημιουργεί κάποιες δυσκολίες, έχετε κάτι γι’ αυτό γιατρέ μου; Και δηλαδή τι, ήσουν θυμωμένος; Πες μου, χτύπησες το χέρι στο τραπέζι, ρωτάει λίγο ειρωνικά, λίγο με έξαψη. Οι γυναίκες γοητεύονται από τη δύναμη, είναι κατασκευαστικό λάθος, 50 χιλιάδων ετών λάθος. Γι’ αυτό, πολλές φορές, γίνονται εκουσίως θύματα. Ξέρω τους ανθρώπους, με μια ματιά καταλαβαίνω τι επιθυμούν, τι ζητούν από τον άλλον. Θα μπορούσα να κάνω πολύ βολική τη ζωή μου, ξέρω τι θέλουν ν’ ακούσουν κάθε φορά. Μπα, μουρμουρίζω αδιάφορα, τίποτα απ’ όλα αυτά, χτύπησα. Η ζωή είναι πολύ πεζή χωρίς εντάσεις, μόνο θλιμμένη. Μιλάμε σαν γέροι με φράσεις κοινότοπες, αποφθέγματα ηλίθια.
Βροχή με ζέστη, χοντρές σταγόνες στο κατάστρωμα. Βγάζω τη γλώσσα, δεν έχουν καμία γεύση, χλιαρό νερό. Βρέχει στο λιμάνι, σκοτεινά ταξί, οδηγάει φλύαρα, ανοιχτό ραδιόφωνο, παράταση και πέναλτι. Εγώ δεν το παρακολουθώ, δεν μ’ ενδιαφέρει, αφού αποκλείστηκε η Ελλάδα τι να το κάνω, σιγά μην άφηναν εμάς, οφσάιντ του Μέσι έξω εμείς, στημένα όλα φίλε, κάνει το σταυρό του έξω από την εκκλησία, η Γκάνα προηγείται, τι είναι η Γκάνα, υποανάπτυκτοι δεν είναι αυτοί; Πληρώνω αμίλητος, δεν έχουν απάντηση οι ερωτήσεις του.
Σκοτάδι έξω από το Ωδείο, παρέες καθισμένες στις κολόνες, σακίδια, νερό, παίρνουν φόρα, κάνουν ένα δύσκολο ακροβατικό, σκέιτ και χορός, σιγανή μουσική, τα κορίτσια κοιτάζουν με λίγη αγωνία, με καμάρι και θαυμασμό και λίγο φόβο, τα κορίτσια πάντα σκέφτονται τα σπασίματα, άλλη μια φιγούρα τέλεια, κάποια χειροκροτάει, χέρια ενώνονται στον αέρα, χαιρετισμοί ικανοποίησης μέσα στη νύχτα, μια άλλη Αθήνα, νέα και άφοβη στο σκοτάδι.
Το σπίτι είναι απομακρυσμένο, η πισίνα φωτίζεται αυτόματα, πράσινο νερό. Καλοκαιρινές κουβέντες, ιστορίες από το παρελθόν. Έφυγα στα 16, γύρισα στα 30 και δεν ξανάφυγα απ’ το νησί, έφτιαξα το σπίτι μόνος μου, έφερνα δέντρα με το πλοίο. Κάποιος αυτοσαρκάζεται, γυρνάω το αριστούργημα «Ο γέρος και η θάλασσα» σε ριμέικ, ο μεσήλιξ και η πισίνα. Ετοιμάζεται να βγει, την περιμένουν, δυόμισι η ώρα τη νύχτα αρχίζει η μέρα της, φοράει ένα μαύρο φουστάνι, κάνει μια στροφή για να εγκρίνουμε, είναι 16 χρονών. Συστάσεις, να σου γνωρίσω τον κύριο, χαίρω πολύ. Χαμηλόφωνες συστάσεις, με το ιδιωτικό του αεροπλάνο βγάζουν το μαύρο χρήμα έξω, ο αυτός κι ο εκείνος, α, μάλιστα, χαίρω πολύ. Φοράει σκισμένο τζιν, δουλεύει σε εστιατόριο, το πρωί οδηγός, δεν ξέρει καν που είναι το Δυρράχιο, τι να κάνω να γυρίσω, με κοιτάει με απορία, εδώ μένω. Μια μαμά πολύ όμορφη και πολύ νέα φτιάχνει κοσμήματα. Ένας ποδοσφαιριστής σιωπηλός, όμορφος και πολύ ήρεμος. Ένας ζωγράφος από το Λος Άντζελες, λιμοντσέλο είναι αυτό; Όχι ανανάς.
Το μοναδικό ελληνικό καλοκαίρι, μπερδεμένες ιστορίες, συναντήσεις χωρίς κοινωνικά σύνορα, ο ήλιος του Αιγαίου τα διαλύει όλα, τα λιώνει, διαφορετικές ζωές, ηλικίες, τρόπους ζωής. Ο χειμώνας τα ξαναχτίζει. Μισές φράσεις, χώρισα, παρακολουθούσε το κινητό μου. Κράτα λίγο το κεφάλι σου μέσα στο νερό, ο σκύλος θα βουτήξει να σε σώσει αν νομίζει ότι πνίγεσαι, είναι εκπαιδευμένος. Πρέπει να κάνω περισσότερη παρέα αυτόν το σκύλο, είναι η πιο πολύτιμη γνωριμία του καλοκαιριού, αλλεπάλληλοι πνιγμοί, δεν μπορώ να πάρω ανάσα.
Σε μια σεζ λονγκ καπνίζω, εδώ ο ουρανός έχει αστέρια. Όταν έφυγε ο σκύλος εμφανίστηκε μια γάτα που μέχρι τότε κοιτούσε από μακριά. Δεν σώζει κανέναν. Έρχεται όποτε θέλει, όποτε τη φωνάζω κοντά μου φεύγει. Οι γάτες είναι ασυνεπείς, έτσι ξεκουράζονται. Έτσι σου λείπουν. Μιλάει στο κινητό και κάνει βόλτες μπροστά, γελάει, ξαναπερνάει. Κλείνει το τηλέφωνο, πλησιάζει, τι ήσυχος, τι μοναχικός άνθρωπος, λέει λίγο κοροϊδευτικά. Κοιτάζω τ’ αστέρια αμίλητος. Παρακολουθώ το τηλεοπτικό πρόγραμμα που έχει γίνει η ζωή μου. Έχω αποφασίσει να μη χαμογελάω σε γυναίκες που έχουν γεννηθεί μετά το 1980.
Κάποιος είναι σκεπτικός, έχει προβλήματα, ο ανταγωνιστής του παίζει βρόμικο παιχνίδι, μπορώ να του κάνω κακό, είναι εκτεθειμένος από παντού, εφορίες, πολεοδομία, να του κάνω; είναι σωστό; με ρωτάει, περιμένει να του απαντήσω, είμαι μεγαλύτερος, νομίζει ότι ξέρω. Αφού ρωτάς, δεν μπορείς, απαντάω σοφά, κουνάμε και οι δυο το κεφάλι με κατανόηση
Το αυτοκίνητο παίρνει πρωτοβουλία, όταν σβήνω τη μηχανή, ανάβουν τα φώτα των φρένων. Είμαι σίγουρος ότι είναι κάτι πολύ σημαντικό αυτό που θέλει να μου πει, κάτι κρίσιμο για τα λάθη που κάνω στη ζωή μου, αλλά δεν μπορώ ακόμα να ερμηνεύσω το μήνυμα, νυστάζω, είμαι ακόμα άυπνος. Για να ζήσουμε πρέπει να κοιμόμαστε, για να συνεχίσουμε να ζούμε πρέπει και να πεθάνουμε λιγάκι. Ένα πράσινο ρολόι στον τοίχο δείχνει την ώρα, ξημερώνει, ένα ρολόι στο δωμάτιο χτυπάει τις μέρες, τις νύχτες και τα χρόνια της ζωής που απέμειναν.
Γύρισα σπίτι, είχα νοσταλγήσει τη μοναξιά μου.
Φώτης Γεωργελές
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου