Τελικά, πώς παράγονται κάθε χρόνο περίπου 250 δισ. ευρώ από την ελληνική οικονομία; Δηλαδή πώς προκύπτει το ΑΕΠ;
Σύμφωνα με στοιχεία της Τραπέζης της Ελλάδος, πάνω από το 70% του ΑΕΠ προέρχεται από την κατανάλωση. Το υπόλοιπο ποσοστό από τις εισαγωγές και τις εξαγωγές. Η Eurostat προβλέπει φέτος ότι το ποσοστό της κατανάλωσης στη διαμόρφωση του ΑΕΠ θα ενισχυθεί περαιτέρω λόγω μεγαλύτερης μείωσης των παραγωγικών επενδύσεων. Ετσι, εκτιμά ότι η συμμετοχή της κατανάλωσης θα ξεπεράσει το 87%. Το 71,4% θα προέλθει από τις καταναλωτικές δαπάνες των νοικοκυριών.
Το γεγονός ότι οι εισαγωγές είναι υψηλότερες από τις εξαγωγές αποτελεί ένδειξη της έλλειψης ανταγωνιστικότητας και του καταναλωτικού μοντέλου της ελληνικής οικονομίας. Αυτό με τη σειρά του προκαλεί άλλες παρενέργειες, όπως είναι ο πληθωρισμός και η ανελαστικότητα διαφόρων ειδών ως προς τη ζήτηση.
Ετσι, για παράδειγμα, βλέπουμε το ίδιο προϊόν να πωλείται ακριβότερο στην Ελλάδα από ό, τι, π. χ., στη Γερμανία.
Παράλληλα, ο πληθωρισμός συντηρείται από στρεβλώσεις στην αγορά εργασίας (π. χ. υψηλό κόστος ανά μονάδα παραγόμενου προϊόντος, αυξήσεις μισθών που δεν λαμβάνουν υπόψη την παραγωγικότητα, κλειστά επαγγέλματα κ. λπ.). Οι επενδύσεις σε ένα τέτοιο περιβάλλον συνήθως δεν είναι αποδοτικές.
Συγκρίνοντας την ελληνική οικονομία με άλλες ευρωπαϊκές παρατηρείται ότι το ποσοστό της συνολικής καταναλωτικής δαπάνης (ένδειξη της εγχώριας ζήτησης) κυμαίνεται σε χαμηλότερα επίπεδα, ενώ ένα μεγάλο μέρος προέρχεται από κρατικές δαπάνες και από επενδύσεις. Αντίθετα, στην Ελλάδα το μεγαλύτερο μέρος προέρχεται από τα νοικοκυριά.
Ακόμα και στις ΗΠΑ όπου η κατανάλωση (και μάλιστα με δανεικά) είναι υψηλή, το ποσοστό συμμετοχής των καταναλωτικών δαπανών των νοικοκυριών είναι μικρότερο από ό, τι στην Ελλάδα (69,3%, έναντι 71,4% του ΑΕΠ, αντίστοιχα). Αυτό δείχνει πόσο εύθραυστη είναι η ελληνική οικονομία και ο ρυθμός ανάπτυξης. Σε περίοδο ύφεσης, όπως αυτή που διανύουμε, οι καταναλωτικές δαπάνες μειώνονται, με αποτέλεσμα να κινδυνεύει με κατάρρευση όλο το οικονομικό οικοδόμημα.
Ενα κράτος που δεν παράγει τίποτα!
Ούτε τα ελλείμματα ούτε το τεράστιο δημόσιο χρέος είναι τα πραγματικά προβλήματα της ελληνικής οικονομίας. Αυτά είναι τα συμπτώματα του προβλήματος: Η ελληνική οικονομία δεν παράγει. Στηρίζεται σχεδόν αποκλειστικά στην κατανάλωση και σε διάφορες μη παραγωγικές δαπάνες, όπως το Δημόσιο και η διαχείριση ακινήτων. Επίσης, στηρίζεται στις επιδοτήσεις, οι οποίες -απ' ό, τι φαίνεται- δεν πιάνουν τόπο.
Στην κατανάλωση στηρίζεται πάνω από το 70% της ανάπτυξης. Αυτό το μοντέλο καταρρέει εύκολα σε περιόδους κρίσης, δεν απαιτεί μεγάλες επενδύσεις, δεν δημιουργεί θέσεις εργασίας και δεν στηρίζεται στην έρευνα και την ανάπτυξη. Στηριζόμαστε στις εισαγωγές που είναι μεγαλύτερες από τις εξαγωγές, λόγω έλλειψης ανταγωνιστικότητας, στις επιδοτήσεις και σε έναν μη αποτελεσματικό και σπάταλο δημόσιο τομέα. Ετσι, δημιουργούμε συνεχώς ελλείμματα και χρέη.
Ο πρωτογενής τομέας, δηλαδή η γεωργία, η κτηνοτροφία, η αλιεία και η δασοκομία, φθίνει συνεχώς και κινδυνεύει να εξαφανιστεί. Η συνεισφορά των κλάδων αυτών στη διαμόρφωση του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος (ΑΕΠ) είναι κοντά στο 4%, δηλαδή στο μισό από ό, τι το 2001.
Το εμπόριο συμμετέχει με 14,86% στη διαμόρφωση του ΑΕΠ, αλλά η δραστηριότητα αυτή σχετίζεται περισσότερο με την εγχώρια ζήτηση (κατανάλωση) παρά με παραγωγή υπεραξίας. Πρόκειται για τον κλάδο με τη μεγαλύτερη συμμετοχή στο ΑΕΠ, καθώς προσφέρει 35 δισ. ευρώ τον χρόνο. Οσο, δηλαδή, περίπου το ύψος της φοροδιαφυγής.
Η διαχείριση ακινήτων (όχι οι κατασκευές) συμμετέχει με 10,41% στο ΑΕΠ. Αποτελεί ενδεικτικό στοιχείο του αναπτυξιακού μοντέλου που ακολούθησε η ελληνική οικονομία εδώ και δεκαετίες: Χτίζει σπίτια. Μόλις, όμως, «πάγωσε» η αγορά ακινήτων άρχισαν τα προβλήματα. Ο κατασκευαστικός κλάδος λόγω της ύφεσης και της πτώσης της οικοδομικής δραστηριότητας είχε αρνητική συμβολή στο ΑΕΠ.
Ο τρίτος μεγαλύτερος κλάδος της ελληνικής οικονομίας είναι η δημόσια διοίκηση και η άμυνα. Ο κρατικός τομέας (δημόσια διοίκηση και άμυνα) αύξησε το ποσοστό του στη διαμόρφωση του ΑΕΠ από το 7,95% το 2001 σε 8,9% το 2008. Αντίθετα, στις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες με ανταγωνιστική οικονομία, ο ρόλος του κράτους στην ανάπτυξη μειωνόταν.
Ο κρατικός τομέας σε όλες τις χώρες (πλην Ιαπωνίας, Λουξεμβούργου και ΗΠΑ όπου απλώς δεν «βάζει μέσα» τους φορολογουμένους) είναι μη παραγωγικός και «ροκανίζει» την ανάπτυξη. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα στην Ελλάδα, όπου η σπατάλη του Δημοσίου ανέρχεται σε 18 δισ. ευρώ τον χρόνο, ενώ έχει τη μικρότερη αποτελεσματικότητα στην Ευρώπη (μόλις 65% αυτού που έπρεπε να παράγει με βάση τα χρήματα που του δίνονται).
Με άλλα λόγια, ο δημόσιος τομέας προσφέρει κάθε χρόνο στην ελληνική οικονομία περίπου 21 δισ. ευρώ, αλλά σπαταλώνται 18 δισ. ευρώ χωρίς να ξέρει κανείς πού και γιατί. Ετσι, απομένουν σαν κέρδος σχεδόν 3 δισ. ευρώ τον χρόνο, δηλαδή λιγότερα από το κόστος της περιττής γραφειοκρατίας που υπολογίζεται από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή σε 4 δισ. ευρώ ετησίως.
Ακολουθεί η εκπαίδευση με 6,15% και ίσως αποτελεί τη μοναδική επένδυση που έχουμε συναντήσει μέχρι στιγμής - αν και μικρότερη σε ποσοστό σε σχέση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες.
Στην πέμπτη θέση βρίσκονται τα ξενοδοχεία και τα εστιατόρια (ποσοστό συμμετοχής 6,11% στο ΑΕΠ) που αποτελούν ένδειξη της συμβολής του τουρισμού στην ελληνική οικονομία.
Η υγεία και η κοινωνική μέριμνα συνεισφέρουν 4,83% ή 11,6 δισ. ευρώ τον χρόνο. Δηλαδή λίγο λιγότερο από την εισφοροδιαφυγή που υπολογίζεται άνω των 12 δισ. ευρώ.
Η ναυτιλία συνεισφέρει πάνω από 4% (περισσότερα από 10 δισ. ευρώ) τον χρόνο φρέσκα κεφάλαια στην ελληνική οικονομία, ενώ άλλοι κλάδοι με σημαντική συμβολή, όπως βιομηχανία τροφίων-ποτών, εμπόριο αυτοκινήτων, συνεργεία, ταχυδρομεία, τηλεπικοινωνίες, ψυχαγωγία, πολιτισμός και αθλητισμός είναι περισσότερο συνδεδεμένοι με την κατανάλωση και την υψηλή εγχώρια ζήτηση. Το ίδιο ισχύει με τους ενδιάμεσους νομισματικούς οργανισμούς.
Δευτέρα 15 Μαρτίου 2010
Πώς προκύπτει το ΑΕΠ της Ελλάδας...;;
Λεωνίδας Στεργιού
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου